πιπεροδοχείο(ν)
Смотреть что такое "πιπεροδοχείο(ν)" в других словарях:
πιπεροδοχείο — το, Ν η πιπεριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι + δοχείο. Η λ. στον λόγιο τ. πιπεροδοχείον, μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πιπεροδοχείο — το πιπεριέρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπεράς — Α [πίπερι] πιθ. πιπεροδοχείο … Dictionary of Greek
πιπεριέρα — η πιπεροδοχείο (κατά το αλατιέρα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)